ἐπαισχύνεται

ἐπαισχύνεται
ἐπαισχύ̱νεται , ἐπαισχύνομαι
to be ashamed at
aor subj mp 3rd sg (epic)
ἐπαισχύ̱νεται , ἐπαισχύνομαι
to be ashamed at
pres ind mp 3rd sg
ἐπαισχύ̱νεται , ἐπαισχύνομαι
to be ashamed at
aor subj mid 3rd sg (epic)
ἐπαισχύ̱νεται , ἐπαισχύνομαι
to be ashamed at
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”